- ατείχιστος, -η
- -ο αυτός που δεν προστατεύτηκε με τείχος, ανοχύρωτος: Η Σπάρτη σ' όλη την αρχαιότητα ήταν ατείχιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀτείχιστος — unwalled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατείχιστος — η, ο (AM ἀτείχιστος, ον) αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο ανοχύρωτος αρχ. εκείνος που δεν έχει αποκλειστεί με τείχος το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί … Dictionary of Greek
ἀτειχίστως — ἀτείχιστος unwalled adverbial ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτείχιστον — ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc sg ἀτείχιστος unwalled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστοις — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστου — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστους — ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστων — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτειχίστῳ — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτείχιστα — ἀτείχιστος unwalled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)